αλλοιώσιμος

αλλοιώσιμος
-η, -ο [αλλοίωση]
αυτός που μπορεί να υποστεί αλλοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλλοιώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να αλλοιωθεί: Επισήμαιναν τους αλλοιώσιμους αριθμούς κι ύστερα τους αλλοίωναν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • αλλοιωτός — ή, ό (Α ἀλλοιωτός, ή, όν) [ἀλλοιῶ] ο αλλοιώσιμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”